Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατασκέπτομαι
προκατασκευάξω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
View word page
προκαταστοχάζομαι
προκατα-στοχάζομαι,
A). aim at in advance, σκοποῦ Ptol. Tetr. 107 .


ShortDef

aim at in advance

Debugging

Headword:
προκαταστοχάζομαι
Headword (normalized):
προκαταστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταστοχαζομαι
IDX:
87715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-στοχάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aim at in advance,</span> <span class="quote greek">σκοποῦ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:107" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:107/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 107 </a> .</div> </div><br><br>'}