Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάξω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
View word page
προκαταστατικός
προκατα-στᾰτικός, , όν,
A). preparatory, τῶν ζητημάτων νοήματα Sopat. in Rh. 8.58 W.


ShortDef

preparatory

Debugging

Headword:
προκαταστατικός
Headword (normalized):
προκαταστατικός
Headword (normalized/stripped):
προκαταστατικος
IDX:
87713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-στᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preparatory,</span> <span class="quote greek">τῶν ζητημάτων νοήματα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sopat.</span> </span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0598.tlg001:8:58" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0598.tlg001:8.58/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rh.</span> 8.58 </a> W.</div> </div><br><br>'}