Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάξω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
View word page
προκατασκιρρόομαι
προκατα-σκιρρόομαι, Pass.,
A). to be hardened beforehand: metaph., ἀπέχθεια προκατεσκιρρωμένη inveterate en mity, LXX 3 Ma. 4.1 .


ShortDef

to be hardened beforehand

Debugging

Headword:
προκατασκιρρόομαι
Headword (normalized):
προκατασκιρρόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατασκιρροομαι
IDX:
87710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-σκιρρόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be hardened beforehand</span>: metaph., <span class="foreign greek">ἀπέχθεια προκατεσκιρρωμένη</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inveterate</span> en mity, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg025:4:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg025:4.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">3 Ma.</span> 4.1 </a>.</div> </div><br><br>'}