Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάξω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
View word page
προκατασκευαστικός
προκατασκευ-αστικός, , όν,
A). preparatory, f.l. in Aristid. Rh. 2p.516S.


ShortDef

preparatory

Debugging

Headword:
προκατασκευαστικός
Headword (normalized):
προκατασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
προκατασκευαστικος
IDX:
87708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατασκευ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preparatory,</span> f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0284.tlg056:2p.516S" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0284.tlg056:2p.516S/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 2p.516S. </a> </div> </div><br><br>'}