Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάξω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
View word page
προκατασκεύασμα
προκατασκεύ-ασμα, ατος, τό,
A). preparation, Sch. Od. 1.262 (pl.).


ShortDef

preparation

Debugging

Headword:
προκατασκεύασμα
Headword (normalized):
προκατασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
προκατασκευασμα
IDX:
87707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87708
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατασκεύ-ασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preparation,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:1:262" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:1.262/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 1.262 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}