Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάξω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
View word page
προκαταρτύω
προκαταρτ-ύω,
A). prepare or temper beforehand, Plu. 2.31d .


ShortDef

prepare

Debugging

Headword:
προκαταρτύω
Headword (normalized):
προκαταρτύω
Headword (normalized/stripped):
προκαταρτυω
IDX:
87700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87701
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαταρτ-ύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prepare</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">temper beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.31d </span>.</div> </div><br><br>'}