Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάξω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
View word page
προκαταρρήγνυμι
προκαταρρήγνῡμι,
A). break down before, γεφύρας prob. in D.C. 36.7 .


ShortDef

break down before

Debugging

Headword:
προκαταρρήγνυμι
Headword (normalized):
προκαταρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προκαταρρηγνυμι
IDX:
87698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαταρρήγνῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">break down before,</span> <span class="foreign greek">γεφύρας</span> prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:36:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:36.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 36.7 </a>.</div> </div><br><br>'}