Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
View word page
προκαταπίνω
προκατα-πίνω [ῑ],
A). swallow beforehand, J. BJ 5.10.3 .


ShortDef

swallow beforehand

Debugging

Headword:
προκαταπίνω
Headword (normalized):
προκαταπίνω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπινω
IDX:
87688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-πίνω</span> <span class="foreign greek">[ῑ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swallow beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:5:10:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:5:10:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BJ</span> 5.10.3 </a>.</div> </div><br><br>'}