Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
View word page
προκαταπίμπρημι
προκατα-πίμπρημι,
A). burn beforehand, D.C. 66.3 .


ShortDef

burn beforehand

Debugging

Headword:
προκαταπίμπρημι
Headword (normalized):
προκαταπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
προκαταπιμπρημι
IDX:
87687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87688
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-πίμπρημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burn beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:66:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:66.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 66.3 </a>.</div> </div><br><br>'}