Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
View word page
προκατανύσσω
προκατα-νύσσω, Att. προκατά-ττω,
A). pierce beforehand, D.C. 51.14 .


ShortDef

pierce beforehand

Debugging

Headword:
προκατανύσσω
Headword (normalized):
προκατανύσσω
Headword (normalized/stripped):
προκατανυσσω
IDX:
87683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-νύσσω</span>, Att. <span class="orth greek">προκατά-ττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pierce beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:51:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:51.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 51.14 </a>.</div> </div><br><br>'}