Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
View word page
προκατανίζω
προκατα-νίζω
,
A).
wash first,
in aor. part. fem.
-νίψασα
Heraclid.
Tar. ap.
Gal.
13.727
.
ShortDef
wash first
Debugging
Headword:
προκατανίζω
Headword (normalized):
προκατανίζω
Headword (normalized/stripped):
προκατανιζω
IDX:
87679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87680
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-νίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wash first,</span> in aor. part. fem. <span class="quote greek">-νίψασα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Heraclid.</span> </span> Tar. ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.727 </span>.</div> </div><br><br>'}