Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
View word page
προκαταμαλάσσω
προκατα-μᾰλάσσω,
A). soften beforehand, interpol. post Dsc. Eup. 1.187 .


ShortDef

soften beforehand

Debugging

Headword:
προκαταμαλάσσω
Headword (normalized):
προκαταμαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προκαταμαλασσω
IDX:
87675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-μᾰλάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">soften beforehand,</span> interpol. post <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 1.187 </span>.</div> </div><br><br>'}