Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
View word page
προκαταλλάσσομαι
προκαταλλάσσομαι, Pass.,
A). to be reconciled before, D.C. 55.10a .


ShortDef

to be reconciled before

Debugging

Headword:
προκαταλλάσσομαι
Headword (normalized):
προκαταλλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταλλασσομαι
IDX:
87673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαταλλάσσομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be reconciled before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:55:10a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:55.10a/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 55.10a </a>.</div> </div><br><br>'}