Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
View word page
προκαταληπτέον
προκατα-ληπτέον,
A). one must anticipate, in speaking, Arist. Rh.Al. 1443a40 .


ShortDef

one must anticipate

Debugging

Headword:
προκαταληπτέον
Headword (normalized):
προκαταληπτέον
Headword (normalized/stripped):
προκαταληπτεον
IDX:
87670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-ληπτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must anticipate,</span> in speaking, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0547.tlg001:1443a:40" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0547.tlg001:1443a.40/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Al.</span> 1443a40 </a>.</div> </div><br><br>'}