Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
View word page
προκατάληξις
προκατά-ληξις, εως, ,
A). previous cessation, Gal. 19.216 .


ShortDef

previous cessation

Debugging

Headword:
προκατάληξις
Headword (normalized):
προκατάληξις
Headword (normalized/stripped):
προκαταληξις
IDX:
87669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87670
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατά-ληξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">previous cessation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.216 </span>.</div> </div><br><br>'}