Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
View word page
προκαταληκτικός
προκατα-ληκτικός, , όν, in Metric,
A). with anticipated κατάληξις, τροχαϊκόν Heph. 15.18 , cf. Sch.ad loc.


ShortDef

with anticipated

Debugging

Headword:
προκαταληκτικός
Headword (normalized):
προκαταληκτικός
Headword (normalized/stripped):
προκαταληκτικος
IDX:
87668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-ληκτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, in Metric, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with anticipated</span> <span class="quote greek">κατάληξις, τροχαϊκόν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1402.tlg001:15:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1402.tlg001:15.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Heph.</span> 15.18 </a> , cf. Sch.ad loc.</div> </div><br><br>'}