Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
View word page
προκαταλείπω
προκατα-λείπω,
A). bequeath before, PMasp. 3.19 (vi A.D.).


ShortDef

bequeath before

Debugging

Headword:
προκαταλείπω
Headword (normalized):
προκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλειπω
IDX:
87666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-λείπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bequeath before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 3.19 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}