Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
View word page
προκαταλάμπω
προκατα-λάμπω,
A). illumine in front, Sch. Il. 18.486 .


ShortDef

illumine in front

Debugging

Headword:
προκαταλάμπω
Headword (normalized):
προκαταλάμπω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλαμπω
IDX:
87664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-λάμπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">illumine in front,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:18:486" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:18.486/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 18.486 </a>.</div> </div><br><br>'}