Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
View word page
προκατακνίζω
προκατα-κνίζω,
A). pick, trim first, ἀλωπεκίας Dsc. 2.123 ( Pass.), cf. Gal. 19.456 .


ShortDef

pick, trim first

Debugging

Headword:
προκατακνίζω
Headword (normalized):
προκατακνίζω
Headword (normalized/stripped):
προκατακνιζω
IDX:
87659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-κνίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pick, trim first,</span> <span class="quote greek">ἀλωπεκίας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.123 </span> ( Pass.), cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.456 </span>.</div> </div><br><br>'}