Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγομαι
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
View word page
προκατακλύζω
προκατα-κλύζω,
A). wash beforehand, Thphr. HP 9.11.2 .


ShortDef

wash beforehand

Debugging

Headword:
προκατακλύζω
Headword (normalized):
προκατακλύζω
Headword (normalized/stripped):
προκατακλυζω
IDX:
87658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-κλύζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wash beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:9:11:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:9:11:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 9.11.2 </a>.</div> </div><br><br>'}