Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
View word page
προκαταθήγω
προκατα-θήγω
,
A).
sharpen at the point before,
Hsch.
( Pass.).
ShortDef
sharpen at the point before
Debugging
Headword:
προκαταθήγω
Headword (normalized):
προκαταθήγω
Headword (normalized/stripped):
προκαταθηγω
IDX:
87650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87651
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-θήγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sharpen at the point before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}