Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
View word page
προκαταδουλόομαι
προκατα-δουλόομαι, Pass.,
A). to be subdued before, D.S. 12.1 .


ShortDef

to be subdued before

Debugging

Headword:
προκαταδουλόομαι
Headword (normalized):
προκαταδουλόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταδουλοομαι
IDX:
87647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87648
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-δουλόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be subdued before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:12:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:12.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 12.1 </a>.</div> </div><br><br>'}