Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
View word page
προκαταγωγή
προκατᾰγωγή, ,
A). coming into port before, Arr. An. 1.18.5 .


ShortDef

a coming into port before

Debugging

Headword:
προκαταγωγή
Headword (normalized):
προκαταγωγή
Headword (normalized/stripped):
προκαταγωγη
IDX:
87644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατᾰγωγή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coming into port before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg001:1:18:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg001:1:18:5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">An.</span> 1.18.5 </a>.</div> </div><br><br>'}