Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
View word page
προκατάγομαι
προκατάγομαι [ᾰγ], Pass.,
A). get into harbour before, τινος Luc. Cat. 18 .


ShortDef

to get into harbour before

Debugging

Headword:
προκατάγομαι
Headword (normalized):
προκατάγομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταγομαι
IDX:
87642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατάγομαι</span> <span class="foreign greek">[ᾰγ</span>], Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">get into harbour before,</span> <span class="itype greek">τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg016:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg016:18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.</span> 18 </a>.</div> </div><br><br>'}