Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
View word page
προκατάγνυμαι
προκατάγνῠμαι, Pass.,
A). to be broken in pieces before, Sch. Od. 3.296 .


ShortDef

to be broken in pieces before

Debugging

Headword:
προκατάγνυμαι
Headword (normalized):
προκατάγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταγνυμαι
IDX:
87641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατάγνῠμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be broken in pieces before,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:3:296" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:3.296/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 3.296 </a>.</div> </div><br><br>'}