Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκάς
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
View word page
προκαταβρέχω
προκατα-βρέχω,
A). soak beforehand, Dsc. 3.78 .


ShortDef

soak beforehand

Debugging

Headword:
προκαταβρέχω
Headword (normalized):
προκαταβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προκαταβρεχω
IDX:
87636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-βρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">soak beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.78 </span>.</div> </div><br><br>'}