προκαλ-ίζομαι, Ep. only pres. and impf.,
A). call forth, challenge, defy, κούρους προκαλίζετο Il. 5.807 , cf.
7.150 ;
προκαλίζετο πάντας ἀρίστους ἀντίβιον μαχέσασθαι 3.19 ;
ἀλλ’ ὅ γ’ ἀεθλεύειν προκαλίζετο 4.389 ;
μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι Od. 8.228 ;
χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο challenge me not to a pugilistic combat,
18.20 .