Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
View word page
προκάλεσμα
προκάλ-εσμα [ᾰ], ατος, τό, =
A). irritamentum, Gloss.


ShortDef

irritamentum

Debugging

Headword:
προκάλεσμα
Headword (normalized):
προκάλεσμα
Headword (normalized/stripped):
προκαλεσμα
IDX:
87618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκάλ-εσμα</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">irritamentum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}