Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
View word page
προκακοπαθέω
προκᾰκοπᾰθέω,
A). suffer before, Sor. 1.88 .


ShortDef

suffer before

Debugging

Headword:
προκακοπαθέω
Headword (normalized):
προκακοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
προκακοπαθεω
IDX:
87616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87617
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκᾰκοπᾰθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffer before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:88" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.88/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.88 </a>.</div> </div><br><br>'}