Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
View word page
προκαθοράω
προκαθ-οράω,
A). examine beforehand, reconnoitre, νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Hdt. 8.23 .


ShortDef

to examine beforehand, to reconnoitre

Debugging

Headword:
προκαθοράω
Headword (normalized):
προκαθοράω
Headword (normalized/stripped):
προκαθοραω
IDX:
87611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαθ-οράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">examine beforehand, reconnoitre,</span> <span class="quote greek">νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:8:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:8.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 8.23 </a> .</div> </div><br><br>'}