Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγεμών
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
View word page
προκαθιζάνω
προκαθ-ιζάνω,
A). cause to sit down in, με .. εἰς φρέαρ Supp.Epigr. 4.573.3 (Notium, ii B. C.).


ShortDef

cause to sit down in

Debugging

Headword:
προκαθιζάνω
Headword (normalized):
προκαθιζάνω
Headword (normalized/stripped):
προκαθιζανω
IDX:
87606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαθ-ιζάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause to sit down in,</span> <span class="quote greek">με .. εἰς φρέαρ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 4.573.3 </span> (Notium, ii B. C.).</div> </div><br><br>'}