Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαθεδρία
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγεμών
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
View word page
προκαθιερόομαι
προκαθ-ιερόομαι, Pass.,
A). to be consecrated before, Sch. Pi. P. 4.361 .


ShortDef

to be consecrated before

Debugging

Headword:
προκαθιερόομαι
Headword (normalized):
προκαθιερόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθιεροομαι
IDX:
87605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87606
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαθ-ιερόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be consecrated before,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg002.perseus-grc1:4:361" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg002.perseus-grc1:4.361/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">P.</span> 4.361 </a>.</div> </div><br><br>'}