Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκάθαρσις
προκαθεδρία
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγεμών
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
View word page
προκαθιδρύομαι
προκαθ-ιδρύομαι,
A). to be seated before, ἐπὶ λόφου J. AJ 1.19.9 .


ShortDef

to be seated before

Debugging

Headword:
προκαθιδρύομαι
Headword (normalized):
προκαθιδρύομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθιδρυομαι
IDX:
87604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαθ-ιδρύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be seated before,</span> <span class="quote greek">ἐπὶ λόφου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:1:19:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:1:19:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 1.19.9 </a> .</div> </div><br><br>'}