προκαδδικάζομαι
προκαδδικάζομαι,
A). v. προκαταδικάζομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προκαδδικάζομαι
Headword (normalized):
προκαδδικάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαδδικαζομαι
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87589
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκαδδικάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προκαταδικάζομαι.</span> </div> </div><br><br>'}