Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προΐσσομαι
προΐστημι
προϊστορέω
προΐστωρ
προϊσχάνω
προϊσχναίνω
προΐσχω
προϊτέον
προϊτητικός
προιτίδες
προϊχνεύω
προΐωξις
πρόκᾰ
προκαδδικάζομαι
προκαθαιρέω
προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκάθαρσις
προκαθεδρία
View word page
προϊχνεύω
προϊχνεύω,
A). trace beforehand: = θεραπεύω , Hsch.


ShortDef

trace beforehand

Debugging

Headword:
προϊχνεύω
Headword (normalized):
προϊχνεύω
Headword (normalized/stripped):
προιχνευω
IDX:
87585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προϊχνεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">trace beforehand</span>: = <span class="ref greek">θεραπεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}