Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προίκιος
προϊκνέομαι
προικοδότης
προικός
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προΐκω
προικῷος
προϊλάσκομαι
πρόϊμος
προίξ
πρόϊξις
προϊππάζομαι
προϊππασία
προϊππεύω
προΐπταμαι
προΐσσομαι
προΐστημι
προϊστορέω
προΐστωρ
View word page
πρόϊμος
πρόϊμος,
A). f.l. for πρώϊμος , q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόϊμος
Headword (normalized):
πρόϊμος
Headword (normalized/stripped):
προιμος
IDX:
87568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87569
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόϊμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">πρώϊμος</span> , q.v.</div> </div><br><br>'}