Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προϊκετεύω
προικίδιον
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοδότης
προικός
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προΐκω
προικῷος
προϊλάσκομαι
πρόϊμος
προίξ
πρόϊξις
προϊππάζομαι
προϊππασία
προϊππεύω
View word page
προικοφόρος
προικο-φόρος, , =
A). dotata, Gloss.


ShortDef

dotata

Debugging

Headword:
προικοφόρος
Headword (normalized):
προικοφόρος
Headword (normalized/stripped):
προικοφορος
IDX:
87563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87564
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προικο-φόρος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dotata,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}