Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προΐημι
προῖκα
προϊκετεύω
προικίδιον
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοδότης
προικός
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
προΐκω
προικῷος
προϊλάσκομαι
πρόϊμος
προίξ
πρόϊξις
προϊππάζομαι
View word page
προικός
προικός· πονηρός, οἱ δὲ μωρός, Hsch. (leg. πρόκος or πρόκοος);
A). = πτωχός , Id. (leg. προΐκτης).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προικός
Headword (normalized):
προικός
Headword (normalized/stripped):
προικος
IDX:
87561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87562
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προικός·</span> <span class="foreign greek">πονηρός, οἱ δὲ μωρός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">πρόκος</span> or <span class="foreign greek">πρόκοος</span>); <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πτωχός</span> , Id. (leg. <span class="foreign greek">προΐκτης</span>).</div> </div><br><br>'}