Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προϊάλλω
προϊάπτω
προϊδρόω
προϊδρύω
προϊεράομαι
προϊερατεύω
προΐζομαι
προΐημι
προῖκα
προϊκετεύω
προικίδιον
προικίδιος
προικίζω
προικιμαῖος
προίκιος
προϊκνέομαι
προικοδότης
προικός
προικοφορέομαι
προικοφόρος
προΐκτης
View word page
προικίδιον
προικ-ίδιον
,
τό
, Dim. of
προίξ,
Plu.
2.767c
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προικίδιον
Headword (normalized):
προικίδιον
Headword (normalized/stripped):
προικιδιον
IDX:
87554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87555
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προικ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">προίξ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.767c </span>.</div><br><br>'}