προθετικός
προθετικός, ή, όν,(
A). πρόθεσις 11 ) setting before itself, ἡ ἀρετὴ π. [τοῦ τέλους] MM 1190a19 ; opp. ποιητικός, connected with planning, opp. execution, prob.l. ib. 21 .
II). of or for prefixing, π. μόριον preposition, Amm. 2.2 ; prepositional, σύνδεσμοι Stoic. ap. Synt. 305.24 ; σύνταεις A.d.l.c. 22 .