Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προῆλιξ
προήλιος
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημεριvός
προηνεμίδες
προηρόσιος
προήσθησις
προησσάω
προηχέω
προθαλής
προθάπτω
προθεάομαι
προθειλοπεδεύω
πρόθειος
προθέλυμνος
πρόθεμα
προθεμελιόω
προθεμελίωσις
προθεραπεία
προθεράπευσις
View word page
προθαλής
προθᾰλής
,
ές
,(
θάλλω
)
A).
early growing, precocious,
h.Cer.
241
.
ShortDef
early growing
Debugging
Headword:
προθαλής
Headword (normalized):
προθαλής
Headword (normalized/stripped):
προθαλης
IDX:
87489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87490
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προθᾰλής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,(<span class="etym greek">θάλλω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">early growing, precocious,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">h.Cer.</span> 241 </span>.</div> </div><br><br>'}