Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
προήλιος
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημεριvός
προηνεμίδες
προηρόσιος
προήσθησις
προησσάω
προηχέω
προθαλής
προθάπτω
προθεάομαι
προθειλοπεδεύω
πρόθειος
View word page
προημεριvός
προημεριvός,
A). pridianus, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προημεριvός
Headword (normalized):
προημεριvός
Headword (normalized/stripped):
προημεριvος
IDX:
87483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προημεριvός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pridianus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}