Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προηγορέω
προηγορεών
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
προήλιος
προηλκυσμένως
προῆμαρ
προημεριvός
προηνεμίδες
προηρόσιος
προήσθησις
προησσάω
προηχέω
προθαλής
προθάπτω
View word page
προήλιος
προήλιος,
A). f.l. for παρήλιος , Gal. 5.640 codd.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προήλιος
Headword (normalized):
προήλιος
Headword (normalized/stripped):
προηλιος
IDX:
87480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87481
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προήλιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">παρήλιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 5.640 </span> codd.</div> </div><br><br>'}