Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προηγέομαι
προηγέτης
προήγησις
προηγήτειρα
προηγητήρ
προηγητής
προηγητικός
προηγήτωρ
προηγμένα
προηγορέω
προηγορεών
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
προήλιος
προηλκυσμένως
View word page
προηγορεών
προηγορ-εών,
A). v. πρηγορεών.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προηγορεών
Headword (normalized):
προηγορεών
Headword (normalized/stripped):
προηγορεων
IDX:
87471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87472
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προηγορ-εών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρηγορεών.</span> </div> </div><br><br>'}