Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προηγεμονεύω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγέτης
προήγησις
προηγήτειρα
προηγητήρ
προηγητής
προηγητικός
προηγήτωρ
προηγμένα
προηγορέω
προηγορεών
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προηλιάζω
προῆλιξ
View word page
προηγμένα
προηγ-μένα, τά,
A). v. προάγω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προηγμένα
Headword (normalized):
προηγμένα
Headword (normalized/stripped):
προηγμενα
IDX:
87469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προηγ-μένα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προάγω.</span> </div> </div><br><br>'}