Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
προεφοράω
προεφορμάω
προεχής
πρόεχμα
προεχόντως
προέχω
προέψημα
προέψησις
προεψιάω
προέψω
προεωλίζω
προζημιόομαι
προζητέω
προζύμια
προζωννύω
προηβάω
προηγεμονεύω
προηγεμών
προηγέομαι
View word page
προεψιάω
προεψιάω
,
A).
=
προαγορεύω
(
προς-
cod.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προεψιάω
Headword (normalized):
προεψιάω
Headword (normalized/stripped):
προεψιαω
IDX:
87451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87452
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεψιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προαγορεύω</span> (<span class="foreign greek">προς-</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}