Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προευχρηστέω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
προεφοράω
προεφορμάω
προεχής
πρόεχμα
προεχόντως
προέχω
προέψημα
προέψησις
προεψιάω
προέψω
προεωλίζω
View word page
προεφοράω
προεφ-οράω,
A). survey before, M.Ant. 7.49 .


ShortDef

survey before

Debugging

Headword:
προεφοράω
Headword (normalized):
προεφοράω
Headword (normalized/stripped):
προεφοραω
IDX:
87443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87444
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεφ-οράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">survey before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:7:49" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:7.49/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 7.49 </a>.</div> </div><br><br>'}