Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προευχρηστέω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
προεφοράω
προεφορμάω
προεχής
πρόεχμα
προεχόντως
προέχω
προέψημα
προέψησις
προεψιάω
προέψω
View word page
προεφοδιάζομαι
προεφ-οδιάζομαι, Pass.,
A). to be provided, ὄργανα οἷς προεφωδιάσθη Ph. 2.93 .


ShortDef

to be provided

Debugging

Headword:
προεφοδιάζομαι
Headword (normalized):
προεφοδιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προεφοδιαζομαι
IDX:
87442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προεφ-οδιάζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be provided,</span> <span class="quote greek">ὄργανα οἷς προεφωδιάσθη</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:93" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.93/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.93 </a> .</div> </div><br><br>'}