Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προευχρηστέω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
προεφοδιάζομαι
View word page
προευπεπτέω
προευ-πεπτέω,
A). digest well before, Gal. 14.298 .


ShortDef

digest well before

Debugging

Headword:
προευπεπτέω
Headword (normalized):
προευπεπτέω
Headword (normalized/stripped):
προευπεπτεω
IDX:
87432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87433
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προευ-πεπτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">digest well before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.298 </span>.</div> </div><br><br>'}