Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
προευτρεπισμός
προευφραίνω
προευχρηστέω
προεφίημι
προεφίστημι
προεφοδεύομαι
View word page
προευμενίζομαι
προευ-μενίζομαι, Med.,
A). placate before, Sch. Arat. 636 .


ShortDef

placate before

Debugging

Headword:
προευμενίζομαι
Headword (normalized):
προευμενίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προευμενιζομαι
IDX:
87431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προευ-μενίζομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">placate before,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:636" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:636/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arat.</span> 636 </a>.</div> </div><br><br>'}